- συνθηματιαιος
- συνθηματιαῖοςσυν-θημᾰτιαῖος3обусловленный (взаимным решением) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνθηματιαίος — αία, ον, Α συμφωνημένος ή καθορισμένος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθημα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σχηματ ιαῖος, σωματ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
συνθηματιαίων — συνθηματιαῖος agreed on fem gen pl συνθηματιαῖος agreed on masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματιαίους — συνθηματιαῖος agreed on masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθηματιαίους — συνθηματιαίους , συνθηματιαῖος agreed on masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)